-
1 измерительный
επ.μετρικός, της μέτρησης•измерительный прибор όργανο εκμέτρησης.
-
2 магазин
1. маш. η χοάνη 2. (изм.) το κιβώτιο 3. (станков, оружия) о γεμιστήρας 4. (торговая точка) το μαγαζί, το κατάστημαовощной - το οπωρο-πωλείο, το μανάβικοпродуктовый - το κατάστημα τροφίμων, το παντοπωλείοрыбный - το ιχθυοπωλείο, το ψαράδικοхлебный - το αρτοπωλείο, ο φούρνοςювелирный - το χρυσοχοείο, το κοσμηματοπωλείοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > магазин
-
3 микроскоп
το μικροσκόπιοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > микроскоп
-
4 приблизить(ся) см приближать(ся)
το όργαν/ο, η συσκευή, το μηχάνημαбортовой ав. - επί σκάφουςвызывной - (тлф.) η συσκευή κλίσηςдевиа-ционный (нвг.) - διόρθωσης των αποκλίσεων- дистанционного управления - ελέγχου/χειρισμού εξ αποστάσεως, το τηλεχειριστήριο- ρύθμισηςэлектровакуумный - (элн.) ηλεκτρικό - κενούРусско-греческий словарь научных и технических терминов > приблизить(ся) см приближать(ся)
-
5 прибор
το όργαν/ο, η συσκευή, το μηχάνημαбортовой ав. - επί σκάφουςвызывной - (тлф.) η συσκευή κλίσηςдевиа-ционный (нвг.) - διόρθωσης των αποκλίσεων- дистанционного управления - ελέγχου/χειρισμού εξ αποστάσεως, το τηλεχειριστήριο- ρύθμισηςэлектровакуумный - (элн.) ηλεκτρικό - κενούРусско-греческий словарь научных и технических терминов > прибор
-
6 разрядник
1. (искровой промежуток) το σπινθηριστικό διάκενο, το διάκενο των ακίδων του αναφλεκτήρα- защиты передатчика (рлк.) - προστασίας του πομπού, η διάταξη ηλεκτροδίων όπου μέσω του σπινθήρα εκφορτίζεται ο πομπός2. (молниезащита) το αλεξικέραυνοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > разрядник
-
7 усилитель
ο ενισχυτ/ήςο πολλαπλασιαστήςапериодический - μη περιοδικός -, μη-επιλεκτικός -йодистый полигр. - ιωδιούχος -масштабный вчт. - της κλίμακαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > усилитель
-
8 щуп
(мерная пластина для проверки зазоров) η ράβδος μέτρησηςτο διακενόμετρο, το λεπιδόμετροРусско-греческий словарь научных и технических терминов > щуп
-
9 прибор
приборм τό σπάσιμο τών κυμάτων:грохот \приборя ὁ ρόχθος, ὁ βογγος, ἡ ραχία прибор м1. τό ὅργανο[ν], τό μηχάνημα, ἡ συσκευή; измерительный \прибор τό ὅργανο μέτρησης· нагревательный \прибор ἡ συσκευή θέρμανσης, ὁ θερμαντήρ [-ας]· точные \приборы μηχανήματα ἀκριβείας·2. (комплект чего-л.):столовый \прибор τό σερβίτσιο· чайный \прибор τό σερβίτσιο τοῦ τσαγιοῦ· бритвенный \прибор τά ξυριστικά (εργαλεία)· письменный \прибор ἡ καλαμαριά, τά γραφικά εἰδη.